υπερτμηματικός

υπερτμηματικός
-ή, -ό, Ν
το ουδ. ως ουσ. το υπερτμηματικό
γλωσσ. χαρακτηριστικό τής ομιλίας, όπως είναι ο δυναμικός ή ο μουσικός τονισμός ή η σύνδεση τών λέξεων, το οποίο συνοδεύει τα σύμφωνα ή τα φωνήεντα ή τίθεται πάνω από αυτά, αλλ. προσωδιακό χαρακτηριστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. suprasegmental].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”